Ιστορικά στοιχεία Ποταμιάς
Σαν ο ήλιος ανατέλλει, ζεσταίνει με τη θερμή του αγκαλιά μία από τις πιο όμορφες και ταπεινές κόρες της Τήνου. Το σπίτι, τον τόπο , τη γωνιά μας. Την Ποταμιά μας. Γειτονάκι της σημαντικής Στενής, στολίδι ενός παραδείσου αλλοτινής εποχής. Εκεί, όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει, θυμίζοντας εποχές, χρώματα και αρώματα παλαιών αγαπημένων εποχών.
Στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού της Μεγαλόχαρης , του ακτινοβολούντος λευκού και της αρχιτεκτονικής πρωτοτυπίας, καθισμένη στα φιλόξενα γόνατα του τόπου όπου ο Ηρακλής φόνευσε τους -λιποτάκτες της Αργοναυτικής Εκστρατείας -γιους του Βορέα, του μεγάλου Τσικνιά, σε μια περιοχή όπου διασταυρώνονται και συνομιλούν τα λαγκάδια Ξινάρι, Ακέρατος, Μαρούλη και Νερόμυλος, γεννήθηκε η πολυαγαπημένη μας. Δε θα μπορούσε να πάρει άλλο όνομα ως γέννημα θρέμμα των ζωοφόρων υδάτινων πόρων : Ποταμιά.
Ένα από τα 44 κατοικημένα χωριά του νησιού , αρχίζει να λέει τις πρώτες τις κουβέντες τη Βυζαντινή περίοδο (4ος αιώνας) . Δυστυχώς για τη συγκεκριμένη περίοδο όπως και για τις προηγούμενες εποχές, δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου αξιόπιστες ιστορικές πηγές για να έχουμε αντικειμενικά ορθές πληροφορίες. Βέβαιο είναι, ωστόσο, το γεγονός ότι υπήρχε ζωή στην περιοχή αυτή του νησιού από τη στιγμή που οι Γυραιείς, ριψοκίνδυνη φυλή, ήρθαν και κατοίκησαν τους πρόποδες του Τσικνιά, στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται ένα από τα κεφαλοχώρια της Τήνου, η Στενή, με την οποία η Ποταμιά είναι άμεσα συνδεδεμένη. Μετά τη Βυζαντινή περίοδο, κατά τη διάρκεια της Λατινοκρατίας, μετά και τη Δ’ Σταυροφορία (1204) όπου οι Βενετοί εισβάλλουν στον Αιγαιακό χώρο, η Ποταμιά πορεύεται υπό το άγρυπνο μάτι της οικογένειας Ghisi , στους οποίους και άνηκε το νησί από το 1207 έως το 1503, γνωρίζοντας αξιοσημείωτη άνθηση. Στη συνέχεια, και συγκεκριμένα το 1715, η Τήνος περνάει στα χέρια των Οθωμανὠν μέχρι και την απελευθέρωση της, όπου, μαζί με τις υπόλοιπες Κυκλάδες και τα άλλα μέρη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ανασαίνει ανακουφισμένη από το βάρος του Οθωμανικού ζυγού το 1830.
Μετά την οθωμανική εποχή, ακολουθεί μια δύσκολη περίοδος αναδόμησης και προσαρμογής στα δεδομένα της νέας εποχής για όλη την Ελλάδα, η οποία, όπως είναι φυσικό, δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη τόσο την Τήνο όσο και το χωριό μας. Η Ποταμιά, κομμάτι του νεοσύστατου Δήμου Σωσθενίου, αρχίζει σιγά σιγά να αποκτά την καινούργια της ταυτότητα. Ο πυρήνας του αμιγώς καθολικού δόγματος όλα αυτά τα χρόνια του χωριού μας, η εκκλησία, η οποία είναι αφιερωμένη στην Παναγία του Κάρμηλου, αποκτά το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής της μορφής στις 31 Δεκεμβρίου του 1849, χτισμένη με κόπο, ευλάβεια και μεράκι από τους περισσότερους κατοίκους. Αντικατέστησε τον προηγούμενο ναό, η παρουσία του οποίου μαρτυρείται σε έγγραφα ήδη από τον 17ο αιώνα.
Η ζωή των κατοίκων αγροτική, αυθεντική αλλά δύσκολη. Αν και στις αρχές του εικοστού αιώνα παρατηρείται δημογραφική ανάπτυξη, η οποία ήδη έχει ξεκινήσει από τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, η μετανάστευση πολλών Ποταμιανών ( εσωτερική και προς το εξωτερικό) δεν παύει να είναι ίδιον της πραγματικότητας του χωριού μας, όπως και για όλο το νησί εκείνη την περίοδο, πρακτική που παρατηρείται από τρεις σχεδόν αιώνες πριν. Οι μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, η Κωνσταντινούπολη και κραταιές πόλεις της Μικράς Ασίας γίνονται τα δεύτερα σπίτια πολλών προγόνων μας.
Μετά τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα των πρώτων τεσσάρων δεκαετιών του 20ου αιώνα (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μικρασιατική καταστροφή, Α’ και Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος), όπου η κατάσταση στη χώρα αρχίζει να σταθεροποιείται , ο πληθυσμός του χωριού αρχίζει να μειώνεται αφού η Αθήνα, σημείο ευκαιριών και αναζήτησης μιας καλύτερης τύχης, απορροφά πολλούς από τους σχεδόν 200 κατοίκους του χωριού, με αποτέλεσμα ο αριθμός των ανθρώπων να πέφτει με γεωμετρική πρόοδο σε διψήφια νούμερα. Το σχολείο του χωριού αρχίζει να χάνει παιδιά με αποτέλεσμα, μετά και την καταστροφική πλημμύρα του 1976, τα νούμερα να είναι πάρα πολύ χαμηλά. Τα καφενεία, τα καταστήματα που ήταν διάσπαρτα στο χωριό, τα σπίτια (φευ!) αρχίζουν να ερημώνουν.
Στις μέρες μας, ωστόσο, παρατηρείται ένα ενθαρρυντικό σημάδι. Οι μεταγενέστερες γενιές, γαλουχημένες με τις ιστορίες των γονέων και των παππούδων τους για το χωριό, αρχίζουν να επιστρέφουν δειλά-δειλά στη γενέθλια γη. Σπίτια ανοίγουν, γέλια και φωνές ακούγονται στις αυλές, μυρωδιές ευωδιάζουν τον αέρα. Ας γνωρίσουμε, λοιπόν, παλιοί και νέοι, ντόπιοι και μη τις ομορφιές που κρύβει η Ποταμιά μας.
Μάρκος Παλαμάρης, Φιλόλογος